Σάββατο 11 Απριλίου 1998

«Λαζαρικά» Παλιάς Αθήνας

Τα έθιμα πεθαίνουν και οι μνήμες τους χάνονται. Στα πρόθυρα μιας τέτοιας οριστικής εξαφάνισης, όταν ελάχιστοι πια απομένουν από τους αυτόπτες μάρτυρες, θα άξιζε, πιστεύω, να περισωθεί δια της καταγραφής ένα γραφικό έθιμο, ζωντανό ακόμη στην καρδιά της Παλιάς Αθήνας ως τα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για κάτι ιδιόμορφα «Λαζαρικά», όπως λέγονται τα κάλαντα που τραγουδιούνται στην Ανάσταση του Λαζάρου, έθιμο που τείνει να εκλείψει και στη λοιπή χώρα. Η ιδιομορφία των αθηναϊκών Λαζαρικών έγκειται στο γεγονός ότι τα τραγουδούσαν αρβανίτικα τσιγγάνες από τα περίχωρα, όπου η μακροχρόνια συμβίωση με τους Αρβανίτες των Μεσογείων είχε εξαλβανίσει γλωσσικά το τσιγγάνικο (γύφτικο) στοιχείο.

Περνούσαν λοιπόν τότε οι τσιγγάνες με τη χαρακτηριστική τους φορεσιά από τα σπίτια της Πλάκας κρατώντας μικρό πάσσαλο (σαν τον πλάστη για το άπλωμα της ζύμης) με ένα πάνινο ομοίωμα του Λαζάρου, υποτίθεται, στην κορυφή του και κραδαίνοντας το πάνω - κάτω, συμβολικά ίσως για την ανάσταση του, έλεγαν σε ρυθμό και ήχο ταχταρίσματος το εξής τετράστιχο: «Ερδε Λάζαρε περδέ / έρδε νούσεγια ερέ / Νουκ κουγκάρε, νουκ αγγίρε / τον σταύρωσαν Μονομπίρε».

Με τις σχετικές για τη σωστή απόδοση επιφυλάξεις, που αναγκαστικά γεννά το πέρασμα τόσο του χρόνου όσο και της ξένης λαλιάς από στόμα σε στόμα, το νόημα ήταν: «Ήρθε ο Λάζαρος στη γη (κάτω) / ήρθε η νύφη η νέα / Δεν μεταλαβαίνουν, δεν νηστεύουν / (διότι) τον σταύρωσαν τον Μονογενή». Για φιλοδώρημα μάζευαν στο ταγάρι τους τα περισσεύματα του φαγητού που η αυστηρή νηστεία των επομένων ημερών καθιστούσε απαγορευμένα για τους πιστούς Αθηναίους της εποχής.

Το πρώτο δίστιχο απηχεί τον κοινό σε πλείστα Λαζαρικά παραλληλισμό της Ανάστασης του Λαζάρου με την ανοιξιάτικη ανάσταση της φύσης, όπως υποδηλώνεται και στον μύθο της Περσεφόνης - Κόρης. Το δεύτερο δίστιχο ερμηνεύει την αβέβαιη θρησκευτικότητα των Τσιγγάνων - Γύφτων (άρνηση μετάληψης και νηστείας) με την υπαινικτική αναφορά στη λαϊκή δοξασία, κατά την οποία τα καρφιά της Σταύρωσης του Μονογενούς τα είχαν κατασκευάσει οι Γύφτοι. Ολόκληρο το τετράστιχο, συγκόλληση ίσως τμημάτων από δύο αυτοτελή αρχικά αρβανίτικα στιχουργήματα, μοιάζει κατάλληλα διασκευασμένο για την περίσταση από τους Τσιγγάνους -Γύφτους των Μεσογείων για τη συλλογή τροφίμων από τη σχετικά ευπορότερη πρωτεύουσα.